Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὃ χθονός

См. также в других словарях:

  • χθόνος — ὁ, Μ [χθών, χθονός] μυθικό πρόσωπο που δεν γερνούσε ποτέ …   Dictionary of Greek

  • Χθονός — Χθών earth fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθονός — χθών earth fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

  • ευρυόδεια — εὐρυόδεια, ἡ (Α) 1. αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.) 2. επίθ. τής Δήμητρας στη Σκάρφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. από χθονός ευρυοδείης, πάντοτε σε τέλος στίχου, προήλθε δε πιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • σύγχθονος — ον, Μ αυτός που επίσης προέρχεται από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χθονος (< χθών, χθονός «γη»), πρβλ. κατά χθονος] …   Dictionary of Greek

  • PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατάχθονος — κατάχθονος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρόφιμος, ὁ λιπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χθονος (< χθων, ονός «γη»), πρβλ. αυτό χθονος] …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • ĝhðem-, ĝhðom-, gen. ĝh(ð)m-es —     ĝhðem , ĝhðom , gen. ĝh(ð)m es     English meaning: earth     Deutsche Übersetzung: “Erde, Erdboden”     Note: It was developed from the zero grade, from where the simple anlaut ĝh also in lengthened grade spread forms (about O.Ind.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»